μουρμούρι

μουρμούρι
el mabre

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουρμούρι — το 1. μουρμούρισμα 2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτυρο *μορμύρ ιον, υποκορ. τού αρχ. μόρμυρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. μουρμούρα) ή από το ιταλ. murmure (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”